образовываться - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

образовываться - translation to Αγγλικά


образовываться      

см. тж. в ... образуется; возникать


• Neutrons are generated by the reaction between ...


• A potential difference is set up at the membrane.


• No lather can occur until this precipitation has been completed.


• A film forms on the surface of the commutator.


• When hydrogen sulphate is passed into cold concentrated nitric acid, considerable heat is developed.


• A laminar layer builds up (or is built up, or forms) near the leading edge.


• Aspartate arises (or is formed) principally by transamination of oxaloacetate.


• If a defect should develop in the cladding, ...


• The pipe developed a leak.


• Too hard a wheel develops a smooth, glazed surface that will not cut.


• Steam forms continuously.


• The West Antarctica ice mass originated as two separate icecaps.


• As a result, a black precipitate of silver nitride is produced.


• A fog may appear in the gas if condensation nuclei are present.

образовываться из      

• The amphibians evolved from fishes and gave rise to reptiles (or the reptiles evolved from amphibians).


• This expression comes from Eq. (6) by setting H' = 0.


• ATP is generated (or produced, or obtained) from adenosinediphosphate and organic phosphate.


• These conglomerates are derived from weathered limestone.


• Manganese nodules are formed from manganese and iron derived from ...

легко образовываться      

• This acid forms readily in rainwater.

Ορισμός

образовываться
ОБРАЗ'ОВЫВАТЬСЯ, образовываюсь, образовываешься, ·несовер.
1. ·несовер. к образоваться
.
2. страд. к образовывать
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για образовываться
1. Невозможно заставить человека культурно образовываться.
2. В окрестностях Тереньги стали образовываться подземные провалы.
3. А там могут образовываться очень вредные вещества.
4. Неожиданно на краю танцпола начала образовываться толпа.
5. Значит, при замораживании льда образовываться не должно.
Μετάφραση του &#39образовываться&#39 σε Αγγλικά